Dictionary of Greek. 2013.
υπατήϊος — ον, θηλ. και ὑπατηΐς, ΐδος, ΜΑ υπατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπατος (Ι) + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος) για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek